πεσκέσι

πεσκέσι
το, Ν
1. δώρο σε τρόφιμα ή ποτά
2. φρ. α) «τού ήρθε πεσκέσι» — πήρε, απροσδόκητα, κάτι καλό ή, ειρωνικά, τού συνέβη απροσδόκητα κάτι κακό
β) «διαόλου πεσκέσι» ή «για το διάολο πεσκέσι» — πονηρός και δόλιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. peskes].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεσκέσι — το (λ. τουρκ.) 1. δώρο, κυρίως από είδη φαγώσιμα: Μας έστειλαν πεσκέσι ένα καλάθι σταφύλια. 2. (ειρων.) νέο ή πράγμα κακό που παίρνει κανείς ή ανεπιθύμητη επίσκεψη: Μας έστειλε και το γιο του πεσκέσι. – Είναι για το διάβολο πεσκέσι, για άνθρωπο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • μπεσκέσι — το (Μ μπεσκέσιον) βλ. πεσκέσι …   Dictionary of Greek

  • Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… …   Dictionary of Greek

  • peşcheş — PEŞCHÉŞ, peşcheşuri, s.n. 1. (înv., pop. şi fam.) Plocon, dar, cadou. ♢ expr. (fam.) A da (sau a duce) pe cineva peşcheş (cuiva) = a preda (sau a duce) pe cineva prins, legat; a preda pe cineva duşmanului. 2. spec. Dar anual, în bani sau în… …   Dicționar Român

  • κανίσκι — το κάνιστρο, πανεράκι, καλάθι γεμάτο από δώρα, πεσκέσι: Πήγε κανίσκι στον καθηγητή να της δώσει το πτυχίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίλεμα — το, ατος 1. μικρό φιλοδώρημα, μικρό δώρο σε ένδειξη φιλίας, κέρασμα, τραταμέντο, τρατάρισμα, πεσκέσι. 2. δώρο του γαμπρού ή του κουμπάρου στη νύφη. 3. προσφορά γεύματος, ποτού, φαγώσιμου κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”